Λατινικά

Σύμφωνα με το νέο σύστημα Πανελλαδικών εξετάσεων, τα Λατινικά καταργούνται από εξεταζόμενο μάθημα για να αντικατασταθούν από την Κοινωνιολογία. Υποθέτω ότι θα υπάρχουν αρκετοί βάσιμοι λόγοι, τόσο για να παραμείνουν, όσο και για να αντικατασταθούν τα Λατινικά από την Κοινωνιολογία ή από οποιοδήποτε άλλο μάθημα. Το θέμα είναι οι λόγοι να είναι βάσιμοι. Να μην ζητάται π.χ η μη-αντικατάσταση των Λατινικών, λόγω της αδράνειας ότι αυτό ήταν το εξεταζόμενο μάθημα τόσα χρόνια.

Προσωπικά θεωρώ ότι είτε οι λόγοι για την αντικατάσταση των Λατινικών είτε  δεν ήταν βάσιμοι, είτε έπεσαν θύμα της «ιδεολογικής θέασης» της Κοινωνιολογίας. Με την «ιδεολογικη θέαση» δεν εννοώ το πόσο χρήσιμη αποτιμά κανείς ουδέτερα την κοινωνιολογία, ή οποιο άλλο γνωστικό αντικείμενο,  σε σχέση με άλλα γνωστικά αντικείμενα, αλλά το πόσο χρήσιμη είναι εν σχέσει με άλλα γνωστικά αντικείμενα υπό το πρίσμα συγκεκριμένου πολιτικού προσανατολισμού.

Όλα τα γνωστικά αντικείμενα έχουν την δική τους αξία και συνεισφέρουν αντιστοίχως στην κατανόηση του κόσμου και μπορούν να θεραπευθούν από οποιονδήποτε θέλει να εντρυφήσει σε αυτά και η επιθυμία του συμβαδίζει με το ταλέντο του και την ικανότητά του. Παρ΄όλ’ αυτά θεωρούμε και σπρώχνουμε τα αγόρια να γίνουν μηχανικοί και τα κορίτσια φιλόλογοι. Αυτό δεν είναι πάντα επιτυχής στρατηγική. Όχι διότι μπορεί να βρεθούν και κορίτσια μηχανικοί, αλλά γιατί μπορεί κορίτσια φιλόλογοι να μην είναι φτιαγμένα για αυτό (και το αντίστοιχο για τα αγόρια). Κατ’ αντιστοιχία, λοιπόν, περιμένουμε τους Δεξιούς κλπ να σπουδάσουν Διοίκηση Επιχειρήσεων και Χρηματοοικονομικά και τους Αριστερούς Κοινωνιολογία και Ανθρωπολογία. Επιλογή, βέβαια, σπουδών με τέτοια κριτήρια δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη προφανώς.

Νομίζω καταλαβαίνετε, πού θέλω να καταλήξω, εάν και -φυσικά- παραμένει εικασία. Δεν διέκρινα κάποια τέτοια ρητή ερμηνεία από τους ιθύνοντες Μήπως η επιλογή της κοινωνιολογίας έγινε επειδή η sociology μπορεί να θεωρηθεί πιο social- ιστικό, Αριστερό γνωστικό αντικείμενο σε σχέση με τα παλαιά (και προφανώς «συντηρητικά» ) Λατινικά;

Τα παραπάνω, βέβαια, αποτελούν εικασίες. Νομίζω, όμως, ότι αντικειμενικά και με βάση τις δηλωσεις των επισήμων οι λόγοι για αυτήν την αντικατάσταση δεν ήταν βάσιμοι. Οι λόγοι που δόθηκαν ήταν ότι τα Λατινικά είναι «μονοσήμαντα» και λίγο πολύ μόνο για τους φιλολόγους. Νομίζω ότι δεν είναι μόνο για τους φιλολόγους και η γενικότερη χρησιμότητα που βρίσκω στα Λατινικά δεν είναι ότι «χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να μάθει σωστά την νομική». Αφ’ ενός επαρκής γνώση της Νομικής δεν σημαίνει απλώς το να πετά κανείς Λατινικά αποφθέγματα, αφ’ ετ’ερου η συνεισφορά των Ρωμαίων στην Νομική επιστήμη μπορεί να αναλυθεί, σχολιασθεί κλπ από βιβλία σε σύγχρονες γλώσσες και με εμβάθυνση στην ουσία του κειμένου, παρά στην γλωσσική του μορφή.

Εάν το σκεφτούμε βαθύτερα το ζήτημα δεν είναι τόσο το γιατί έφυγαν τα Λατινικά από την εξεταστέα -για τα σχετικά Πανεπιστημιακά τμήματα- ύλη, αλλά γιατί δεν διδάσκονται τα Λατινικά και ευρύτερα ο Ρωμαϊκός πολιτισμός στην εκπαίδευση, πέρα από τις δύο τελευταίες τάξεις θεωρητικής κατέυθυνσης  του Λυκείου· και αυτό μια αβλεψία που μπορεί να χρεωθεί και σε συντηρητικές ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας και αντιστοίχως κυβερνήσεις. Με λίγα λόγια το πιο σημαντικό ζήτημα είναι γιατί δεν διδάσκονται τα Λατινικά/Ρωμαϊκός πολιτισμός σε περισσότερες τάξεις, στην Γενική Παιδεία, με ύπαρξη προφανώς εμβάθυνσης στην θεωρητική κατεύθυνση.

Ο Ρωμαϊκός πολιτισμός αποτελεί μέρος του κλασσικού πολιτισμού, αλλά δυστυχώς τείνουμε να τον αγνοούμε. (Εδώ μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Λατινιστή Θεόδωρου Παπαγγελή) Δεν ξέρω εάν οφείλεται στο ότι και ο Ελληνικός πολιτισμός αποτελεί και αυτός μέρος ( το οποίο ναρκισσιστικά το ταυτίζουμε με το όλον) ή έαν ρόλο παίζει και η Ορθόδοξη Εκκλησία και η όποια αντιπαλότητα ανέπτυξε προς την Καθολική, η οποία ενδεχομένως παρέσυρε και την πρόσληψη του Ρωμαϊκού πολιτισμού.

Εδώ ένα ενδιαφέρόν άρθρο, το οποίο προφανώς είναι πιο συγκροτημένο από την ανάρτησή μου.

 

Φωτογραφίες

Τα τελευταία χρόνια, όπως πολλοί φαντάζομαι, έχω τραβήξει μια πληθώρα φωτογραφιών χάρη στην άμεση πρόσβαση σε φωτογραφική μηχανή, που μού επιτρέπει το κινητό μου τηλέφωνο. Το πλήθος των φωτογραφιών, που έχω τραβήξει είναι τόσο μεγάλο, που μού δημιουργεί τα εξής προβλήματα, ιδίως σε εμένα, που ούτε έχω κάποια (ψευδο) επαγγελματική σχέση με την φωτογραφία, αλλά ούτε είμαι και τόσο παλαιός και έμπειρος στα των υπολογιστών, ώστε να είμαι συνεπής με αρχειοθετήσεις, αντίγραφα κλπ. Ως προς το τελευταίο, ενδεχομένως να μην έχει σχέση το πόσα χρόνια ασχολείται κανείς με τους υπολογιστές, αλλά το πότε ουσιαστικά άρχισε. Θέλω να πω ότι συνομηλικοί μου, που ‘πιάσαν τους υπολογιστές από την εφηβεία είναι πιο οργανωμένοι από εμένα που τους έπιασα από τα 20 και μετά. Βέβαια, και αυτό δεν ειναι απόλυτο.

Τέλος πάντων για να μην μακρυγορώ, σκέφτηκα σήμερα να (ξανα)πιάσω τις φωτογραφίες στον υπολογιστή μου και να τις τακτοποιήσω. Φυσικά, πρόκειται για έναν σισσύφειο άθλο στον οποίο δεν είμαι καν συνεπής. Κάποτε το ξεκίνησα, μετά κάποτε το ξανάπιασα, έπειτα πάλι σήμερα και ποιός ξέρει, πότε θα το ξαναπιάσω στο μέλλον.

Η πληθώρα φωτογραφιών, που ανέφερα παραπάνω σημαίνει και πληθώρα άχρηστων φωτογραφιών. Συνεπώς η τακτοποίηση σημαίνει εν πολλοίς «διαγραφή».  Σε κάποιες η στιγμή τελικά δεν ήταν τόσο σημαντική για να απαθανατιστεί, σε άλλες το υποκείμενο της φωτογράφισης κουνήθηκε, στην άλλη ο κόκκος ήταν υπερβολικός, ο φωτισμός χαμηλός ή και τα δύο κλπ. Όμως, αισθάνεσαι περίεργα διαγράφοντάς τες. Όσο ασήμαντη μπορεί να είναι η στιγμή. Αποτελούν στιγμές της ζωής σου· και όσο τεχνικά ελαττωματικές, είναι έργα σου. Όμως, η πιο περίεργη αίσθηση είναι, όταν διαγράφεις φωτογραφίες περιέχουσες πρόσωπα. Υπάρχει μια ιδιόμορφη αίσθηση «ενοχής», λες και η διαγραφή της φωτογραφίας θα προξενήσει βλάβη στο εικονιζόμενο πρόσωπο στην πραγματική ζωή, κάτι που φυσικά δεν έχει καμία λογική. Ίσως και για αυτό παλαιότερα και ιδίως σε εντελώς προνεωτερικούς πολιτισμούς υπήρχε απέχθεια και φόβος για την φωτογραφία. Δεν ήταν τόσο ότι βαριόνταν να στηθούν ή ότι φοβόνταν ότι δεν θα έγραφαν καλά στον φακό. Περισσότερο ήταν ο φόβος ότι κάτι μπορεί να έχαναν και να «φυλακιζόταν» από τον εαυτό τους στο οποίο μετά δεν θα είχαν καμία πρόσβαση, αλλά θα ήταν στο έλεος του κατόχου της φωτογραφίας.

 

Μάνατζερ στην πολιτική

Από πολλούς ακούγεται το εξής: «Είναι καιρός να φύγουν από την πολιτική, οι πολιτικοί παλαιάς κοπής και να έρθουν μάνατζερ». Αυτό πολλές φορές είναι είτε συνδυαστικό είτε εναλλακτικό με το «Χρειάζεται εξειδίκευση στην πολιτική. Πώς μπορεί τώρα ένας επαγγελματικής ιδιότητας Χ να γίνει υπουργός Ψ;» Αυτό που αδυνατόυν να καταλάβουν πολλοί, για να ξεκινήσουμε από το δεύτερο είναι ότι ο πολιτικός, πόσω μάλλον αυτός και σε διοικητική θέση δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του μόνο το στενό του αντικείμενο, αλλά και τις ευρύτερες παραμέτρους. Ακόμα και εάν θεωρήσουμε ότι αυτό δεν ισχύει, έχω την αίσθηση ότι ούτε πάλι η «εξειδίκευση» αποτελεί πανάκεια ή δίνει τις απαντήσεις που πολλοί φαντασιώνονται. Παραδείγματος χάριν, τί θα επιλέξει ένας υπουργός δημοσίων έργων: λιμάνια ή αεροδρόμια; Δρόμους με ταχείες λωρίδες, όπου άνθρωποι και εμπορεύματα φτάνουν τάχιστα από το ένα σημείο στο άλλο, αλλά με ρίσκο ατυχημάτων ή το αντίστροφο; Οι επιλογές είναι πολιτικές ακόμα και στα πλέον  τεχνικά, όσο και εάν αρνούμαστε να το παραδεχτούμε.

Όσο για τους μάνατζερ: Μα οι μάνατζερ εν πολλοίς ασκούν πολιτική στους οργανισμούς ή στις ομάδες που διοικούν. Με λίγα λόγια ζητούμε στην πολιτική το πιο πολιτικό κομμάτι της αγοράς. Στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο ότι θέλουμε μάνατζερ στην πολιτική, όσο ότι θέλουμε να πούμε το εξής: «Όπως σε μια επιχείρηση η αποστολή του μάνατζερ είναι ο γενικός συντονισμός και έλεγοσ της επιχείρησης ώστε να διαφυλαχθούν και να προασπισθούν τα συμφέροντα των μετόχων και εργαζομένων της εταιρίας, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου (και αυτό σημαίνει inter alia ότι οφείλουν να κάνουν συνετή οικονομική διαχείριση), έτσι και ο πολιτικός οφείλει να σκέφτεται το γενικότερο καλό και να μην λαϊκίζει μοιράζοντας χρήματα που είτε δεν είναι δικά του είτε τα αφαιρεί από τις μελλοντικές γενιές».

Η ιδεοληπτική κυβέρνηση και οι παρά την θέλησή τους «κλόουν» των ψυχικών διαταραχών

Η αντιπολίτευση, τόσο η επίσημη όσο και η ανεπίσημη, ο αντιπολιτευόμενος τύπος και γενικότερα πολλοί, εάν όχι όλοι, από αυτούς,που δεν εγκρίνουν την ιδεολογία, τις πολιτικές και τις πράξεις και παραλείψεις της σημερινής κυβέρνησης χαρακτηρίζουν την τελευταία ως «πάσχουσα από ιδεοληψίες», «ότι έχει εμμονές», «ότι είναι ιδεοληπτική» και τα όμοια.

Η λεκτική αυτή συμπεριφορά είναι λυπηρή, ιδίως όταν εκφέρεται από θεσμικά «χείλη», όχι ότι δικαιολογείται αυτός που κάνει τέτοιες αναφορές στο καφενείο ή στην παρέα, αλλά τέλος πάντων• και δυστυχώς δεν έχω δει ή ακούσει κάποια αντίδραση από χείλη επαϊόντων. Δεν έχω π.χ. διαβάσει επιστολή σε κάποια εφημερίδα από κάποιον ψυχολόγο ή ψυχίατρο που να διαμαρτύρεται για την καταχρηστική χρήση του όρου και το πόσο προσβλητικό και στενόχωρο είναι για όσους πάσχουν από αυτήν την διαταραχή. Μπορεί, βέβαια, να έχουν υπάρξει τέτοιες αντιδράσεις, αλλά εγώ να μην τις έχω προσέξει. Ό,τι δε γράφω εδώ, δεν είναι από κάποιον επαγγελματία. Μην θεωρήσετε, λοιπόν, αυτά που γράφω επιστημονικά έγκυρα.

Βέβαια, πρέπει να παραδεχθούμε, ότι οι πάσχοντες από ιδεοληψία είναι τα βολικά θύματα από καιρό, εάν θέλετε αποτελούν άθελά τους τους «κλόουν» των ψυχικών διαταραχών σε αντίθεση με τους καταθλιπτικούς οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει λογοτέχνες και ποιητές. Λες και η κατάθλιψη είναι η μούσα που τούς υπαγορεύει τι να γράψουν. Έλεος, δηλαδή και κάποιος στοιχειώδης σεβασμός σε ανθρώπους, που υποφέρουν και πολλές φορές σιωπηρά.

Στις ταινίες ο ιδεοληπτικος και ο ψυχαναγκαστικός θα είναι η καρικατούρα, που δεν θα μπορεί να περπατήσει, εάν το βήμα του δεν διασκελίσει ακριβώς 2,75 πλάκες πεζοδρομίου ή ο άλλος που κλειδώνει και ξεκλειδώνει και ξαναξεκλειδώνει μια πόρτα ή που λέει μια ακατανόητη φράση επαναλαμβανόμενα και φυσικά ο υστερικά τακτικός.

Α, ναι αυτός! Πολλοί δεν το έχουν πει; «Είμαι τόσο όου-σι-ντι! Θέλω το ρολόι μου να είναι εκεί ακριβώς» «Είμαι τόσο όου-σι-ντι, το συρτάρι δεν έχει κλείσει καλά» και άλλα πολλά. Με την διαφορά ότι η θέληση για τάξη δεν είναι απαραίτητα διαταραχή. Μού είναι αρκετά εύκολο να χαρακτηρίσω τον τακτικό συνάδελφό μου στο γραφείο ως τάχα ψυχαναγκαστικό, επειδή έχει ένα τακτικό γραφείο (και που προφανώς μπορεί να ξεκινήσει νωρίτερα την δουλειά και να βγάλει περισσότερο έργο σε σχέση με έναν άλλο που μέχρι να βρει, πού βρίσκεται το μολύβι του έχει χάσει μία ώρα). Προφανώς δεν είναι, όμως. Από την άλλη, όταν βάζω τα πιάτα στο πλυντήριο, βάζω στο καλάθι των μαχαιροπήρουνων μαχαίρια με μαχαίρια, πηρούνια με πηρούνια και μού φαίνεται ακατανόητο που η συζυγός μου σαρώνει το πιάτο και βάζει μαχαίρι και πηρούνι μαζί. Δείγματα διαταραχής; Προφανως όχι! Ούτε εγώ, ούτε και ο συνάδελφος στην δουλειά-προφανώς- αναστατωνόμαστε, πέρα από στιγμιαία, εάν υπάρξει διαφορά από το προσδοκώμενο. Φυσικά και υπάρχει διαταραχή σε σχέση με την τάξη, πραγματική, όμως• και ναι πολλές φορές η διαταραχή σε σχέση με την τάξη μπορεί να συνυπάρχει με την ιδεοψυχαναγκαστική. Τέλος οι πάσχοντες δεν περιφέρουν την διαταραχή τους ως και εάν ήταν asset, που τούς δίνει προστιθέμενη αξία.

Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές την κρύβουν και το κάνουν και πολύ καλά μάλιστα. Το κάνουν τόσο καλά, που νομίζει κανείς ότι δεν έχουν τίποτα ότι είναι απολύτως φυσιολογικοί άνθρωποι, ενώ από μέσα τους υποφέρουν, οι όποιες τους σχέσεις είναι πολλές φορές προβληματικές, ενώ ούτε η προσωπική και επαγγελματική τους ανάπτυξη βρίσκεται σε καλύτερο δρόμο. Πώς να είναι εξάλλου; Όλος τους ο νους είναι παγιδευμένος από τις εμμονές, από τους καταναγκασμούς ώστε να φύγουν οι όποιες εμμονές και από ένα σύστημα διαβεβαιώσεων στους άλλους ότι όλα είναι φυσιολογικά. Είναι μια ψεύτικη και οδυνηρή ζωή. Φανταστείτε π.χ τον ιδεοψυχαναγκαστικό, που έμαθε ότι μπορεί να υπάρξει βιασμός και εντός του γάμου και αυτή η πληροφορία πυροδότησε την διαταραχή. Πολύ πιθανόν να μην ξανααγγίξει την γυναίκα του, με διάφορες δικαιολογίες με αποτέλεσμα ή σχέση να φθίνει• ή ο αγχωμένος οδηγός που νομίζει ότι έχει πατήσει πεζό, ενώ από το σημείο που οδηγούσε δεν περνούσε ούτε μηρμύγκι. Θα ξαναπεράσει και εάν τυχόν υπάρχει συνοδηγός μπορεί να πει ότι κάπου μπερδεύτηκε.

Υπάρχουν και οι αμιγώς νοητικές όπως και αυτές του ηθικού/θρησκευτικού κλπ τύπου. Αυτές τις τελευταίες αφ’ ενός πώς να τις εκμυστηρευθούν οι πάσχοντες σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πιο εκκοσμικευμένη ή και αθεϊστική και που τέτοια άγχη μπορεί να φαίνονται α-νόητα; Μπορεί να υποφέρουν ακούγοντας ή βλέποντας βλάσφημες εικόνες και ανέκδοτα, ενώ η επίσκεψη στον όποιο ναό μπορεί και να αποφεύγεται με την λογική ότι μπορεί να πυροδοτηθούν ασεβείς σκέψεις και ένας ατελείωτος κυκεώνας αθέλητων σκέψεων, μηχανισμών αποφυγής τους. Αφ’ ετέρου, πώς άραγε να θεραπεύονται και πόσο δύσκολο να είναι αυτό; Θέλω να πω ότι παγιδεύεται πχ κάποιος από την σκέψη, αντί να την ξεπεράσει ως ανοησία, ότι ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου εν κινήσει και πετά κάποιον στον δρόμο. Πηγαίνει στον θεραπευτή και ενδεχομένως και μαζί με αυτόν οδηγούν και επιβεβαιώνουν το αυτονόητο ότι η σκέψη δεν αποτελεί πράξη και ούτε υπήρχε ποτέ η πιθανότητα. Με το υπερφυσικό, τί γίνεται; Πώς αντιμετωπίζεται κάτι, όπου το σημείο αναφοράς πολλοί λένε ότι δεν υπάρχει, αλλά και για όσους πιστεύουν ότι υπάρχει δεν είναι άμεσα αισθητό;

Τέλος, έχω κάπου διαβάσει ότι οι πάσχοντες από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, όχι μόνο αργούν πολύ να ζητήσουν βοήθεια, εάν ποτέ ζητήσουν, αλλά και πως δεν αναφέρουν καν το πρόβλημά τους, από την «πρώτη φορά» με ό,τι αυτό το «πρώτη φορά» μπορεί να σημαίνει. Μπορεί στον πρώτο κύκλο ψυχοθεραπείας να μην έχει γίνει καμία αναφορά και να γίνει σε επόμενους έχοντας αφήσει να περάσουν και άλλα χρόνια σιωπηλού ανεξέλεγκτου αυτοβασανισμού.

Κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν σιωπηλά, λοιπόν, και ο κόσμος κάνει αντιπολίτευση ειρωνευόμενος την πάθησή τους. Είναι κρίμα. Στους ανθρώπους αυτούς οφείλεται σεβασμός, κατανόηση και βοήθεια.

 

 

Οι ξένοι που ρίχνουν κυβερνήσεις

Διάβασα αυτήν την συνέντευξη του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Δεν θα σταθώ ούτε στο εάν δικαιώθηκε ή όχι, εάν έχει ή όχι πικρίες, στο κατα πόσο ευθύνεται για την αντιμετώπιση της τρόϊκας ως αντιπάλων παρά ως ουσιαστικά συμμάχων με τα Ζάππεια 1,2,3 και κατά πόσο θα μπορούσε να είχε καταφέρει περισσότερα, εάν τα τελευταία δεν είχαν υπάρξει.

Θα σταθώ στον ισχυρισμό του ότι την Κυβέρνησή του δεν την έριξε καμία τρόϊκα και κανένας Σόϊμπλε, παρά μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ με εργαλείο την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ο λόγος που έχω σταθεί σε αυτό το σημείο δεν έχει καμία σχέση με τον έλεγχο της αληθείας των λεγομένων είτε του πρώην Πρωθυπουργού, είτε του πρώην Υπουργού Οικονομικών. Έχω σταθεί, διότι ανακαλώ στην μνήμη μου συζητήσεις σε διάφορες παρέες, όπου ανάμεσα στα άλλα λεγόταν ότι «η Τρόϊκα δεν θέλει τον Σαμαρά», «θα τον ρίξουν και θα φέρουν τον Σύριζα, διότι ξέρουν ότι τότε δεν θα υπάρχουν αντιδράσεις από τους Δημοσίους Υπαλλήλους» και διάφορες παραλλαγές των παραπάνω. Τέτοιες εκτιμήσεις γίνονταν από ανθρώπους όλων των πολιτικών προτιμήσεων, ακόμα και αυτών που ανήκουν σε ΝΔ (ή και ΠΑΣΟΚ, μιας και ο πρώην Πρωθυπουργός ήταν Πρωθυπουργός συγκυβέρνησης). Οι διαπαραταξιακές αυτές εκτιμήσεις αναπαρήγαγαν και συντηρούσαν/συντηρούν το μύθευμα για την Κυβέρνηση που μαχόταν και βυσσοδομούσαν οι ξένοι και την ανέτρεψαν, αλλά η Ελλάς ως ευρύτερη έννοια, εάν και ηττηθείσα πάντα πολεμά το κακό, διότι έχει το δίκιο με το μέρος της και το «ηθικό πλεονέκτημα». Όσο ταπεινώνεται, τόσο δοξάζεται.

Το αφήγημα αυτό, στην γενική του μορφή (το ανάδελφο και αδικούμενο έθνος) δεν προέρχεται από τον Σύριζα. Διαπερνά όλη την αντίληψη του πολιτικού. Η προσαρμογή ενδεχομένως, που έκανε ο Σύριζα, οικειοποιούμενος το στην ουσία ήταν να πει ότι η τότε Κυβέρνηση δεν μπορούσε να δώσει τις μάχες και ότι μια δική του θα έδινε περισσότερες μάχες και αγώνες και θα μπορούσε να δοξάσει περισσότερο τον λαό διαχειριζόμενη την όποια ήττα ( το τελευταίο δεν ελέχθη ρητά). Επίσης ταύτισε το «ηθικό πλεονέκτημα» με το αριστερό τέτοιο.

Έχοντας, λοιπόν, καταφέρει να προσαρμόσει και να οικειοποιηθεί το συγκεκριμένο αφήγημα και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι αυτό υιοθετήθηκε από όλο σχεδόν το σώμα των ψηφοφόρων δεν είναι να απορεί κανείς για την άνοδο του συγκεκριμένου κόμματος στην εξουσία.

Φυσικά το ζήτημα τώρα δεν είναι να «απελευθερωθεί» το αφήγημα αυτό από τον εναγκαλισμό του Σύριζα και να γίνει ένα γενικό αφήγημα. Το ζήτημα είναι η απόρριψη του αφηγήματος αυτού και η αντικατάστασή του από ένα εναλλακτικό, αισιόδοξο με έμφαση στην συνεργασία, ειρηνόφιλο και συνεργατικό, παρά φιλοπόλεμο

 

(Παράλληλες) Σχέσεις

Πρόσφατα διάβασα αυτό το άρθρο , το οποίο αναφέρεται στο θέμα της απιστίας. Είναι προφανές ότι δεν αποτελεί και ούτε αποτελούσε ποτέ αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ότι οι γυναίκες είναι μάλλον περισσότερες από τους άνδρες, δεν ήταν μόνο οι σε-μη-σχέση-ευρισκόμενες γυναίκες, οι οποίες συνήπταν σχέσεις με παντρεμένους ή δεσμευμένους. Οι συνδυασμοί ήταν και είναι περίπλοκοι: παντρεμένοι με παντρεμένες, ελέυθεροι με παντρεμένες, ελεύθερες με παντρεμένους, που όμως έχουν και άλλη παράλληλη σχέση κλπ. Με λίγα λόγια ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.

Η ανία είναι ένας  λόγος -και ενδεχομένως ο βασικός-, που θα κάνει κάποιον να δει έξω από την σχέση του και -εάν έχει την τόλμη- να προχωρήσει σε σύναψη παράλληλης σχέσης: τα περιποημένα μαλλιά, θα γίνουν ένα χαώδες δάσος πιασμένο με λαστιχάκι, τα καλογυαλισμένα παπούτσια θα μένουν στο εφεξής βρώμικα, ψηλοτάκουνες γόβες φορά μόνο στους γάμους (και όλοι οι φίλοι και γνωστοί έχουν πλέον παντρευτεί), αυτή ρεύεται-αυτός πέρδεται (χωρίς αιδώ και οι δύο), τότε μιλούσαν για θέατρο, κινηματογράφο, βιβλία, τώρα για το ποιός θα πάει στο σουπερμάρκετ και μετά ο ένας αποσύρεται στην τηλεόραση, ο άλλος στον υπολογιστή του: «μην μ’ενοχλείς σε παρακαλώ, βλέπω!», «φύγε! Θα χάσω την πίστα!»

Το άρθρο με λύπησε, όπως και με εκνεύρισε. Ας αρχίσω με το τελευταίο. Το άρθρο προτείνει σάιτ γνωριμιών για παντρεμένους. Με λίγα λόγια παρουσιάζεται ως άρθρο «σχέσεων», ενώ εν κατακλείδι είναι διαφημιστικό. Δεν έχει σημασία, που η σελίδα αυτή αναφέρεται μόνο μια φορά.

Με λύπησε δε, για τον εξής απλούστατο λόγο. Δεν είναι ότι αφαίρεσε βίαια τα ροζ γυαλιά της αισιοδοξίας, οι περισσότεροι γνωρίζουμε ότι η καθημερινή τριβή φέρνει συνήθεια και φθορά: Το βιβλίο, που με ανυπομονησία το ξεκινάμε, σε κάποια στιγμή μας κουράζει και αγωνιζόμαστε να προχωρήσει, η δουλειά γίνεται ρουτίνα, ακόμα και αν είμαστε τυχεροί να κάνουμε κάτι που να μάς αρέσει κλπ. Γιατί η καθημερινότητα της σχέσης να είναι κάτι το διαφορετικό; Κάποτε, όμως, τέτοιου είδους άρθρα προσπαθούσαν να προσφέρουν λύσεις εντός της υπάρχουσας σχέσης και μόνο στις περιπτώσεις όπου υπήρχε, όχι απλώς βαρεμάρα, αλλά δυστυχία και κακοποίηση προέτρεπε στο να εγκαταλειφθεί η «επίσημη» σχέση για κάποιαν άλλη. Μπορεί να ήταν από αυστηρές ηθικές συμβουλές του τύπου «Αφού επέλεξες, πρέπει να μείνεις σε αυτήν την επιλογή» μέχρι πονηρές (είτε σε κυριολεξίες, είτε σε υποννοούμενα) του τύπου «Το σεξ δεν είναι μόνο το ιεραποστολικό, δεν γίνεται μόνο στην κρεββατοκάμαρα, δεν είναι μόνο το κολπικό». Μπορεί να ήταν και απλές συμβουλές του τύπου: «Χτενίσου», «περιποιήσου τον εαυτό σου», «βάλε σέξυ εσώρουχα», «μην ξύνεις την μύτη σου», «να τής ανοίγεις την πόρτα να περάσει πρώτη», «τρώγε, όταν τρώει και σταμάτα όταν σταματά» κλπ. Οι τελευταίες, εάν και απλές ίσως να ήταν και είναι οι καλύτερες. Εξάλλου από την παραμέληση αυτών ξεκινά και η ανία και η φθορά Είναι, κατά την γνώμη μου δε, καλύτερες συμβουλές από το να εγκαταλειφθεί μια σοβαρή σχέση, όπως προτείνει στην ουσία το άρθρο.

Κορπορατισμού σημειολογία

Διαβάζω  ότι ο Πρωθυπουργός στην επικείμενη ΔΕΘ, απλώς θα τελέσει τα εγκαίνια και ακολούθως θα αποχωρήσει και δεν θα εκφωνήσει τον καθιερωμένο λόγο.

Υποθέτω, ότι αυτή η απόφαση είναι αποτέλεσμα της κρίσης, θα συνεισφέρει σε εξοικονόμηση κονδυλίων, θα αναχαιτίσει υπερβολές, όπως είναι η συσσώρευση κουστωδιών και κολάκων. Μακάρι, δηλαδή, διότι πολλές φορές το «παλαιό» έχει μια απίστευτη δύναμη αντίστασης.

Εύχομαι, έτσι να γίνεται σε όλες τις ΔΕΘ από εδώ και πέρα, ακόμα και σε αυτές που θα γίνουν σε καλύτερες οικονομικά εποχές. Η ευχή μου δεν έχει να κάνει τόσο με τις εξοικονομήσεις όσο στο ότι η ΔΕΘ αποτελεί στην ουσία έναν «εξω-θεσμικό» (sic) θεσμό, στον οποίο ανακοινώνεται η οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης, αντί για τον θεσμό στον οποίο θα έπρεπε να ανακοινώνεται: την Βουλή, τον εκλεγμένο από τον λαό θεσμό. Ενδεχομένως, να αποτυπώνει σημειολογικά την πραγματικότητα: το κορπορατιστικό προβάδισμα, έναντι του δημοκρατικού.

Κάποιος θα αντιτείνει, ότι η ΔΕΘ συγκεντρώνει τις οικονομικές και παραγωγικές κεφαλές της χώρας. Ορθόν, αλλά από την άλλη θα μπορούσε η ΔΕΘ να είναι ακροατής και σχολιαστής της οικονομικής πολιτικής και όχι ο θεσμός στην οποία ανακοινώνεται.

Άραγε στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ετήσια οικονομική πολιτική ανακοινώνεται σε εκθέσεις, ετήσια συνέδρια βιομηχάνων κλπ ή μήπως σε συγκεκριμένες παραγράφους του λόγου από τον θρόνο, που εκφωνείται στο Κοινοβούλιο;

Μετεκλογικές σκέψεις

Στο περιβάλλον μου, ενδεχομένως και στο δικό σας, αρκετοί αγχώνονται με την επιλογή του κυρίου Τσίπρα να μην συμμετάσχει στην υπό σχηματισμό Κυβέρνηση, αλλά να επιλέξει τον ρόλο του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Φοβούνται, προφανώς λόγω πρότερης εμπειρίας, ότι ο κ. Τσίπρας δεν θα αρκεσθεί σε έναν δυναμικό αντιπολιτευτικό ρόλο εντός της Βουλής, αλλά θα τον μεταφέρει και στο πεζοδρόμιο, εμποδίζοντας και παραλύοντας τα πάντα.
Νομίζω, όμως, ότι αυτό το άγχος θα υπήρκε ακόμα και εάν ο κ. Τσίπρας ποτέ δεν υπέθαλπε την δυναμική αντιπολίτευση, ή ενδεχομένως να υπάρχει ακόμα και τώρα, που φαίνεται ότι την αποκυρήσσει μετακινούμενος σε “αστικότερες” θέσεις αντιπαράθεσης.
Τα παραπάνω συμβαίνουν, κατά την γνώμη μου, επειδή έχουμε μυθοποιήσει την “εθνική ενότητα” και την “συναίνεση”, αντί να επικεντρωθούμε σε αυτό που πραγματικά μετράει: στον σεβασμό στους θεσμούς και στις διαδικασίες τους, όπου μέσα στις τελευταίες συμπεριλαμβάνεται και ο μηχανισμός βελτίωσής τους/αλλαγής τους. Με λίγα λόγια σεβασμός στους θεσμούς δεν σημαίνει δουλική υποταγή σε αυτούς.
Καλώς, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας επιλέγει την θέση της Αντιπολίτευσης. Ακόμα και εάν υπάρχει συναίνεση στους γενικούς στόχους (πρόοδος και ευημερία του ελληνικού λαού) οι επιλογές για να επιτευχθούν αυτοί είναι άπειρες και φυσικά υπάρχει πάντα το ρίσκο οι επιλογές να μην αποδειχθούν ικανές να ικανοποιήσουν τους στόχους αυτούς. Ενδεχομένως, δε να είναι και τυχερός. Φυσικά, όχι για τον λόγο ότι γλύτωσε από το  να αναλάβει την “καυτή πατάτα” της διακυβέρνησης της χώρας εν μέσω οικονομικής κρίσης. Ο χρόνος που θα περάσει ο κ. Τσίπρας στην θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης μπορεί να αξιοποιηθεί δημιουργικά: να λειάνει τις θέσεις του, να απομονώσει τις ακραίες φωνές (κάτι που είχε κάνει και ο Ανδρέας Παπανδρέου παλαιότερα), να “τριφτεί” στα διεθνή fora και μέσα σε αυτά να αναπτύξει συμμαχίες και ιδέες από χώρες με αριστερή πολιτική, που γενικά θεωρείται πετυχημένη. Διότι “καλός” ο Τσάβες και η όποια Αριστερή πολιτική κουλτούρα της Λατινικής Αμερικής, αλλά ζηλευτές κοινωνίες είναι οι Σκανδιναβικές (όσο και εάν ειρωνευόμαστε τον κ. Γ. Παπανδρέου και τις αναφορές του ότι θα ήθελε να μετατραπεί η Ελλάδα σε Δανία του Νότου).
Φυσικά, τίποτα δεν εγγυάται στον κ. Τσίπρα ότι θα είναι ο (μεθ)επόμενος Πρωθυπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο σημείο αναφοράς της (Κεντρο)Αριστεράς. Η αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην αντίδραση, όπως αντίστοιχα η μη-απόλυτη κατάρρευση της ΝΔ οφείλεται στην ενδεχόμενη απειλή εξόδου από το Ευρώ. Με λίγα λόγια αμφοτέρων τα ποσοστά βασίζονται σε αρνητικές και όχι θετικές προσλαμβάνουσες, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μέρος του καταρρέοντος/υπό κατάρρευση πολιτικού συστήματος, όσο και εάν ο κ. Τσίπρας φαντασιώνεται πως αποτελεί το νέο.
Οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί (ηγεμονικοί και μη) και οι νέοι πολιτικοί ηγέτες, που δεν είναι απαραίτητο να προκύψουν από παρθενογένεση, δεν θα είναι αυτοί που θα μάς υποσχεθούν επιστροφή στον “χαμένο Παράδεισο” της προ-Μνημονίου εποχής. Θα είναι αυτοί που θα μάς δώσουν ελπίδα, όραμα, σχέδιο και έμπνευση για την κοινωνία που θα προκύψει μετά την εφαρμογή αυτού και τις νέες κοινωνικές δυναμικές που θα σχηματιστούν.

Ο Μεγάλος Κουβάς της Δεξιάς

Ενώ η Αριστερά στην Ελλάδα αναφέρεται σε διακριτές συνιστώσες: η Σοσιαλδημοκρατία, η Αριστερά (με την έννοια του αριστερότερου κόμματος από ένα σοσιαλδημοκρατικό), η κομμουνιστική Αριστερά, η εξωκοινοβουλευτική κλπ, αυτό δεν συμβαίνει με την Δεξιά, η οποία απλώς αναφέρεται ως η Δεξιά, ή συνηθέστερα και για απάλυνση ως Κεντροδεξιά από την στιγμή που η Δεξιά έχει τις όποιες πραγματικές της ευθύνες για το μετεμφυλιακό Κράτος, αλλά και από την στιγμή που η ερμηνεία της ιστορίας και η απόδοση των αξιών έχει παραδοθεί στην Αριστερά.

Πληροφορούμαστε, λοιπόν, από τα μέσα για τις εντάσεις στον χώρο της Κεντροδεξιάς, όπου με τον τελευταίο όρο εννούνται κόμματα φιλελεύθερα, συντηρητικά, λαϊκής δεξιάς, λαϊκίστικης, ακροδεξιά κλπ, έτσι αδιακρίτως. Φυσικά, έχει και η ίδια η Δεξιά (ως ο γενικότερος χώρος) τις ευθύνες της. Απέτυχε να ορθώσει το ανάστημά της, να παραδεχτεί από μόνη της τα λάθη της για το μετεμφυλιακό Κράτος και να επισημάνει ότι η εναλλακτική επιλογή για την Ελλάδα ήταν ένα καθεστώς πόνου, δυστυχίας, ανελευθερίας, όπου όσοι ζήσαν/ζουν σε παρόμοια καθεστώτα χάρηκαν που απαλλάχθηκαν ή εύχονται να απαλλαχτούν από αυτά. Επίσης την εποχή του επελαύνοντος λαϊκιστικού σοσιαλισμού υπήρχαν εκκλήσεις για ένωση της Δεξιάς από τις φιλελεύθερες μέχρι τις ακροδεξιές παρυφές σε μια τακτική συνεργασία για την εκδίωξη του αντιπάλου και την «άλωση» του κυβερνητικού κάστρου. Φυσικά σε όλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμάμε τον ρόλο του εκλογικού συστήματος, όπου και δημιουργούσε το ενοχικό σύνδρομο της «χαμένης ψήφου».

Οι καταστάσεις σήμερα φαίνεται να έχουν αλλάξει και η διάκριση σε χωριστά κόμματα θα ωφελήσει (πρωτίστως ελπίζω) την νουνεχή φιλελεύθερη και συντηρητική και θα αποδυναμώσει (και πάλι ελπίζω) την άκρα δεξιά την αμφισβητούσα την δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό.  Η διάκριση αυτή πρέπει επιτέλους να γίνει και στον χώρο της ρητορικής κλπ.

Σημείωση: Καθώς η λεξή φιλελευθερισμός είναι ταμπού, δεν αναφερόμαστε σε φιλελεύθερα κόμματα αλλά σε μεταρρυθμιστικά.

Εφαρμοστέο Δίκαιο

Η αλήθεια είναι ότι έχω πάψει να ασχολούμαι με την περιβόητη κρίση. Ίσως, να έχω φτάσει στα διανοητικά μου όρια και ό,τι και να διαβάζω ή και να μού λένε να μην μπορώ να καταλάβω κάτι περισσότερο. Μπορεί, από την άλλη, ο ίδιος ο «διάλογος» , που γίνεται να μην είναι παρά άκυρες φωνασκίες. Πολύ πιθανόν να προσπαθώ να προστατεύσω τον εαυτό μου από την θλίψη, που δημιουργεί όλη αυτή η κατάσταση, αλλά και κατά βάθος να πιστεύω ότι η κρίση θα (ξε)περασθεί μεταξύ άλλων, αντί να θεωρητικολογούμε, «καλλιεργώντας τον κήπο μας», όπως θα έλεγε και ο Κάντιντ (σωστά; Δεν είμαι σίγουρος για το παράθεμα).

Αυτό, φυσικά, δεν σημάινει πως έχω απομονωθεί τελείως και πως δεν ακούω, ακόμα και εάν δεν το επιδιώκω, διάφορες συζητήσεις σχετικά και με αφορμή την κρίση κλπ. Πέρα από όλα τα παραπάνω, θεωρώ ότι μετά από κάποιο σημείο είναι δημιουργικότερο το να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο ή να βγει μια βόλτα από το να ακούει τις ατέρμονες και ανούσιες συζητήσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει πιάσει το αυτί μου και την συζήτηση περί εφαρμοστέου δικαίου στις επόμενες ( ; ) δανειακές συμβάσεις, εάν και έχω την αίσθηση ότι οι απορίες μου, προβληματισμοί μου κλπ είναι απλώς θεωρητικοί μιας και το ζήτημα πλέον έχει λυθεί.

Η συζήτηση ήταν για το, εάν οι συμβάσεις αυτές θα διέπονται πλέον από το αγγλικό ή το ελληνικό δίκαιο. Δεν γνωρίζω, γιατί επιλέχθηκε αυτό ως επιλογή και όχι το γαλλικό παραδείγματος χάρη. Υποθέσεις, που μπορώ να κανω είναι οι εξής: αφ’ ενός ο μεγάλος βαθμός προβλεπτικότητάς του, λόγω του stare decisis, και αφ’ ετέρου ότι η Αγγλία και ειδικότερα το Λονδίνο αποτελούν παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο, οπότε και θα υπάρχει η ανάλογη εμπειρία σε αντίστοιχα ζητήματα.

Δεν γνωρίζω, ποιοί υπερασπίστηκαν την επιλογή του αγγλικού δικαίου. Η αποχή από την ενημέρωση σε αναγκάζει να ακούς μόνο τον θόρυβο· και ο θόρυβος, φυσικά, ήταν αυτός μερίδας των υποστηρικτών ότι το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να είναι το ελληνικό. Πίσω από τις σχοινοτενείς αναλύσεις και τον συγκινητικό λόγο περί εθνικής ανεξαρτησίας κλπ διέκρινα απλώς το εξής. Η επιλογή του Ελληνικού Δικαίου θα μάς επιτρέψει, στην περίπτωση που βρεθεί το ελληνικό δημόσιο στην θέση του εναγομένου ως μη-συνεπές με τις υποχρεώσεις του, να μην πληρώσουμε, να μην υπάρξουν συνέπειες, διότι κάποιος δικαστής, τον οποίο και θα χρίσουμε απόγονο του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη θα απόρρίψει την αγωγή. Πίσω από την όποια τεχνικότητα του σκεπτικού και την λιτότητα του διατακτικού θα υπάρχει το εξής: «Φίλε την πάτησες. Εδώ είναι η Ελλάδα η ομορφότερη χώρα του κόσμου, που κατοικείται από τον εξυπνότερο λαό του κόσμου. Συνεπώς δεν σε πληρώνουμε και το αίτημά σου απορρίπτεται!»

Όμως, δεν είναι και τόσο σωστό να σκεφτόμαστε έτσι για τους δικαστές μας, ότι θα πρέπει να έχουν μια τέτοια συμπεριφορά. Δεν έχει τόσο να κάνει με τον σεβασμό της προσωπικότητάς τους ως άτομα (παρακάμπτω όλη την τυπικούρα περί λειτουργήματος τους κλπ), όσο με το πώς θα αισθανόμαστε, εάν σε δικές μας υποθέσεις συντάσσονταν απροκάλυπτα με κάποιο διάδικο μέρος και κυρίως, με τους αντίδικούς μας.

Δεν γνωρίζω, εάν σε ανάλογες περιπτώσεις μεταξύ φορέων, που δανείζουν και Κρατών εφαρμόζεται το τοπικό δίκαιο είτε του δανειζομένου είτε του δανειστή ή κάποιο άλλο δίκαιο. Η δική μου λογική θα έλεγε ότι θα έπρεπε να εφαρμόζεται ένα «ουδέτερο» δίκαιο, το οποίο επιτρέπει την αμεροληψία. Εάν το αγγλικό δίκαιο συνδυάζει την οδετερότητα με την εμπειρία, λόγω της θέσης του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικό κέντρο, τοτε καλώς επιλέχθηκε. Προφανώς, εάν αγγλικά συμφέροντα εμπλέκονταν δεν θα έπρεπε να επιλεγεί, καθώς χάνεται το στοιχείο της ουδετερότητας.

Από την άλλη, ενδεχομένως, αυτή η επιλογή αλλοδαπού δικαίου να συμβαίνει πρώτη φορά, και η Ελλάδα να υφίσταται αρνητική διάκριση αλλά σκεφτείτε και το άγχος των δανειστών με όλες αυτές τις φήμες που φτάνουν στα αυτιά τους από το να κηρύξουμε μάγκικη στάση πληρωμών, τις ιδέες που κυκλοφορούν ότι η Ελλάδα μπορεί να τινάξει στον αέρα το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, την θεώρησή μας ότι όλοι μάς οφείλουν και ότι είναι επιτακτικό να διατηρήσουμε τα περιττά στοιχεία του βιοτικού μας επιπέδου, όταν οι άλλοι υπόκεινται σε θυσίες μεταξύ άλλων και για να μας «ξελασπώσουν»,  μέχρι την υπόνοια, που θέλουμε να έχει η δικαστική λύση του ζητήματος με την εφαρμογή του δικού μας δικαίου.

Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπ’ όψιν μας και τα ακόλουθα για τους όποιους δανειστές. Η άποψη ότι πρόκειται αποκλειστικά περί απλήστων πλουσίων, όπου μάλιστα δεν είναι καν άτομα αλλά «κερδοσκοπικοί» οργανισμοί, είναι μάλλον υπεραπλουστευτική. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να διαχωρίζουμε τα συμφέροντα (έστω και εγωιστικά) ή τις προσδοκίες κλπ κάποιων με κριτήριο το εάν έχουν ή δεν έχουν οικονομική επιφάνεια. Τί θέλω να πω: πολύ απλά ότι ναι και ο πλούσιος έχει δικαίωμα να περιμένει κέρδος από την επενδυσή του, θέλει να διασφαλίσει τους απογόνους του κλπ, όσο και ένας που έχει ισχνότερα οικονομικά μέσα. Επίσης, πόσο σίγουροι είμαστε ότι όλοι οι κάτοχοι ομολόγων είναι ζάπλουτοι. Θα μπορούσε να είναι μέσα σε αυτούς και μικροεπενδυτές (εστω και έμμεσοι, συμμετέχοντας π.χ σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο). Με λίγα λόγια η όλη συζήτηση δεν αφορά αποκλειστικά τους πλούσιους «άλλους», και φυσικά ούτε τα μυστηριώδη «ξένα κέντρα αποφάσεων». Για αυτό πριν τις υπεραπλουστεύσεις του τύπου «δεν πληρώνω», ας σκεφτούμε καλύτερα. Μπορεί και να είμαστε εμείς αυτοί που δεν θα πληρωθούν. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας οτι εμείς βρισκόμαστε σε δυσμενή θέση και ας μην βαυκαλιζόμαστε «οτι μπορούμε να τινάξουμε το χρηματοοικονομικό σύστημα στον αέρα». Δεν χρειάζεται «μαγκιά», αλλά ούτε και υποτελής συμπεριφορά. Το δίκαιο που θα εφαρμοστεί θα πρέπει να είναι ουδέτερο και να ισορροπεί τα συμφέροντα όλων των πλευρών.

Καθώς δεν γνωρίζω τις τεχνικές λεπτομέρειες για το εφαρμοστέο δίκαιο κλπ θα χαιρόμουν, εάν στα σχόλια υπήρχαν καταχωρήσεις από πραγματικούς γνώστες του θέματος.